- ἀναφανῇ
- ἀναφαίνωcause to give lightaor subj pass 3rd sgἀναφαίνωcause to give lightfut ind mid 2nd sgἀναφᾱνῇ , ἀναφαίνωcause to give lightfut ind mid 2nd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αναφανή — η [αναφαίνω] 1. το σημείο όπου πρωτοφαίνεται κάποιος ή κάτι 2. υψηλό, περίοπτο μέρος χωριού … Dictionary of Greek